- ἀναπόλαυστος
- ἀναπό-λαυστος, ον,A not to be enjoyed, Plu.2.829d, 1104f.2 [voice] Act., not enjoying, Phld.Mort.13;
ἡδονῶν Heph.Astr.1.1
, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡδονῶν Heph.Astr.1.1
, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀναπόλαυστος — not to be enjoyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπόλαυστος — η, ο (Α ἀναπόλαυστος, ον) [ἀπολαύω] 1. αυτός που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τόν απολαύσει κανείς 2. αυτός που δεν απόλαυσε κάτι … Dictionary of Greek
ἀναπόλαυστον — ἀναπόλαυστος not to be enjoyed masc/fem acc sg ἀναπόλαυστος not to be enjoyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόλαυστοι — ἀναπόλαυστος not to be enjoyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՎԱՅԵԼՈՒՄՆ — ( ) NBH 1 0239 Chronological Sequence: 8c ἁναπόλαυστος qui frui non licet, vacans voluptate, jejunus Իբր Անվայելելի. ոչ վարելի ʼի պէտս. անպէստ. անյարմար. *Բայց սակայն եւ ոչ ʼի կերակուրն է անվայելումն. Նիւս. երգ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)